- επικεραστικός
- ἐπικεραοτικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανακατώνει τα υγρά ή τους χυμούς2. αυτός που μετριάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεραστικός (< κεραστής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικρατικός — ἐπικρατικός, ή, όν (Α) [επικεράννυμι] κατάλληλος για συγκερασμό, για μίξη, επικεραστικός* … Dictionary of Greek